Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Λιοντάρια στη αρένα


Προχθές κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου απαξάπας ο περίγυρος Άκη Τσοχατζόπουλου, οικογένεια και φυσικοί συνεργοί – όχι όμως και πολιτικοί συνεργοί. Με την έναρξη της δίκης διατυπώθηκαν στον δημόσιο σχολιασμό εκκλήσεις, η δικαστική διαδικασία να μην μετατραπεί σε ρωμαϊκή αρένα παρά να επικεντρωθεί στο ποινικό της περιεχόμενο.
Η δίκη όμως αυτή έχει αποκλειστικά πολιτικό περιεχόμενο.
Δεν δικάζεται ένοπλος ληστής. Δικάζεται ληστής ενόπλων.
Η ληστεία έγινε εφικτή από την ισχύ που παρείχε η λαϊκή εντολή, μέσω της εκλογικής διαδικασίας του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, η οποία βεβαίως δεν περιλάμβανε εξουσιοδότηση για τέλεση αξιόποινων πράξεων.
Συνεπώς η δράση Τσοχατζόπουλου οφείλει να κριθεί για τις βαρύτατες εθνικές συνέπειες που προκάλεσε :
α) διέβρωσε το πολίτευμα, αφού παραβιάστηκε η λαϊκή εντολή
β) έθεσε την εθνική ύπαρξη σε κίνδυνο, αφού υποβάθμισε το αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων της χώρας
γ) διέσπασε την κοινωνική συνοχή, αφού ως πολιτικός ταγός παρέσχε το χείριστο παράδειγμα στον πολίτη.
Αλήθεια, τι άλλο συνιστά «εσχάτη προδοσία»;
Μπορεί τελευταία η κατηγορία να εκτοξεύεται δημοσίως κατά δικαίων και αδίκων, ενίοτε με ελαφρότητα, αλλά η απαγγελία της αποτελεί για μια κοινωνία την ύστατη εκδήλωση αυτοάμυνας απέναντι στην υπέρτατη απειλή : τη διάλυση μέσω υπονόμευσης.
Ιδιαίτερα σε μια περικυκλωμένη από επίβουλους εχθρούς χώρα, το ταμείο της εθνικής άμυνας είναι ιερό. Αντιπροσωπεύει ό,τι αντίστοιχα για τον συνταξιούχο το «κομπόδεμα» που κρατάει για μια αρρώστια ή για τον οικογενειάρχη ο λογαριασμός για τις σπουδές του παιδιού.
Όταν ο εκλεγμένος εκπρόσωπος και υπουργός «βάζει χέρι» στο ιερότερο κονδύλι των δημοσίων χρημάτων, αυτό που συναρτάται με την εθνική συνέχεια, πώς μπορεί κατόπιν να απαιτηθεί φορολογική συνέπεια από τον μέσο πολίτη;
Η εθνική συνοχή βασίζεται στην κοινοκτημοσύνη των πόρων και σε μια ενιαία κουλτούρα. Όταν στη συνείδηση των πολιτών η συγκέντρωση φόρων από την κρατική εξουσία απονομιμοποιείται, η ευρέως συζητούμενη κοινωνική συνοχή πηγαίνει περίπατο.
Έτσι, ακυρώνεται η βαρύτητα της ηθικής παραίνεσης προς τους πολίτες που ισχύει σε μια ευνομούμενη πολιτεία : μη ρωτάς τι μπορεί να κάνει η πατρίδα σου για σένα αλλά τι μπορείς να κάνεις  εσύ για την πατρίδα σου.
Μετά τον Άκη, η απάντηση των πολιτών στο παραπάνω είναι ένα «βγάλσιμο της γλώσσας».
Με «Τσοχατζοκεντρική» όμως προσέγγιση στεκόμαστε στην επιφάνεια.
Το μείζον είναι το ότι το αστικό καθεστώς αδυνατεί για άλλη μια φορά να υποστηρίξει δυναμικά την ύπαρξή του. Δεν έχει το σθένος να ψηφίσει νομοθεσία περί «εθνικής αναξιότητας» και να δικάσει αντίστοιχα. Έτσι μένει να πλατσουρίζει στα ρηχά των ποινικών καταλογισμών.
Η αστική πολιτική τάξη δεν τόλμησε διότι θα ήταν σαν να δίκαζε τον διαχρονικό εαυτό της.
Που δεν μπόρεσε να τιθασεύσει και να δικάσει ήδη προδικτατορικά τον Ανδρέα  Παπανδρέου για την συνωμοσία του ΑΣΠΙΔΑ.
Που τον ανέχθηκε να οδηγεί με την ατιμώρητη εξαλλοσύνη στη δικτατορία.
Που τον εξέθρεψε μεταδικτατορικά σαν πολιτικό επίγονο, με ασκέρι πιστών στην εγγενή του φαυλότητα ακολούθων, επίλεκτο μέλος των οποίων υπήρξε ο σήμερα δικαζόμενος.
Που στην από πολιτικής απόψεως φαρσοκωμωδία («ωσεί παρών»…) του Ειδικού Δικαστηρίου το 1991 πάλι έμεινε σε δικαστικά χωράφια ποινικής προσέγγισης, αντί να εισχωρήσει βαθιά στις πολιτικές ευθύνες, ενώ επικρεμόταν άνωθεν ο χρησμός «οι πρωθυπουργοί δεν δικάζονται…».
Την ίδια αδυναμία επέδειξε το αστικό καθεστώς και στη δίκη της «17 Νοέμβρη». Ψοφοδεές, δεν τόλμησε να πει σε Κουφοντίνα και σία : «είστε οι εχθροί μου, έχω το ηθικό πλεονέκτημα να εκπροσωπώ την θεώρηση για μια πιο δίκαιη από αυτή που πρεσβεύετε εσείς κοινωνία, έχω την ισχύ που μου παρέχει η νομιμοποίηση από την πλειοψηφία και σας δικάζω επειδή επιδιώξατε και προτίθεστε να με ανατρέψετε βίαια».
Αλλά αυτό δεν μπορούσε να το πει μια, ουσιαστικά, κλεπτοκρατία, που οφείλει, λιγότερο ή περισσότερο, κάθε ηδονιστική απόλαυση που δίχως ενοχή τα μέλη της απολαμβάνουν στην εκμετάλλευση του δημόσιου ταμείου.
Μη μπορώντας λοιπόν να επιδείξει στέρεο ηθικό πλεονέκτημα δίκασε για δολοφονίες και ληστείες αντί για ανατρεπτική πολιτική δράση. Προκαλώντας μειδιάματα με το να μοιράζει χιλιάδες χρόνια ποινής που όλοι γνωρίζουν ότι στην πράξη έχουν αποτέλεσμα στην χειρότερη περίπτωση ισόβια και στην καλύτερη μια, κάποτε, αποφυλάκιση ανθρώπων που καμία δεν θα έχει ή δεν μπορεί να γίνει προσπάθεια να νουθετηθούν.
Τουλάχιστον το μεταπολεμικό καθεστώς υπήρξε ξεκάθαρο στην αντιμετώπιση αυτών που επιχείρησαν να το ανατρέψουν. Έκτακτα στρατοδικεία και ιδιώνυμα. Πλην όμως κυοφόρησε ενοχή για τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, η οποία έδωσε στους πολιτικούς επιγόνους εκείνων των ανταρτών, του Άκη συμπεριλαμβανομένου, την αφορμή να θεμελιώσουν ένα καθεστώς λεηλασίας των κοινών πόρων με άλλοθι την κατάλυση του «κράτους της Δεξιάς».
Η δίκη Τσοχατζόπουλου αναδεικνύει την παθογένεια του σημερινού πολιτικού σκηνικού: η βούληση κολασμού εκπορεύεται από μια κυβέρνηση την οποία στηρίζουν οι συνυπαίτιοι, συνοδοιπόροι (ή και συνεταίροι…) του κατηγορουμένου.
Η κα Φώφη Γεννηματά, πολιτικό πριγκηπόπουλο που οφείλει το ευ ζην στο πασοκικο καθεστώς και σημερινή του εκπρόσωπος, αποκάλεσε τον Άκη «ντροπή για το κόμμα».
Μάλλον δεν αντιλαμβάνεται ότι εκτός από την νοημοσύνη μας προσβάλλει και τη μνήμη του πατέρα της, ο οποίος επί σχεδόν 20ετία συναποτελούσε με τον Άκη και το Λαλιώτη την ισχυρή εσωκομματική «πράσινη» τρόικα.
Συνεπώς η κα Γεννηματά μάς λέει ότι ο Γιώργος Γεννηματάς είτε επί 20 χρόνια δεν μπόρεσε να αντιληφθεί το ποιόν του Άκη είτε ότι το αντελήφθη και σιώπησε.
Τι να περιμένουμε λοιπόν από τη δίκη; Με το Δημόσιο να δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής για υψηλό ποσό και μέχρι πλήρους κάλυψης της βλάβης του, ίσως η υπόθεση φτάσει στην κατάσχεση όσων περιουσιακών στοιχείων των κατηγορούμενων βρεθούν, πρώην πενήτων.
Παρακάμπτοντας την πολιτική διάσταση, σε αυστηρά νομικό επίπεδο, νομικοί κύκλοι εκφράζουν επιφυλάξεις. Εάν δεν είχαν υπάρξει οι εξωχώριες εταιρείες, με βάση τις οποίες παραπέμπεται για «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος», κοντολογίς εάν ο Άκης έβαζε τα λεφτά μετρητά σε μπαούλα, η παθητική δωροδοκία, χωρίς αλλαγή νομοθεσίας περί ευθύνης υπουργών έχει παραγραφεί. Και σε μια «δίκη εγγράφων», όπως χαρακτηρίζεται, χωρίς πολλές μαρτυρίες, πολλά επαφίενται στην ικανότητα των δικαστών αλλά και αυτή των συνηγόρων.
Πλανάται η εντύπωση ότι η μπάλα αφήνεται στα πόδια των δικαστών, να επιδείξουν εκείνοι την αυστηρότητα που το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να επιδείξει, φέροντας τις γνωστές δεσμεύσεις από τον τρικομματικό  χαρακτήρα της διακυβέρνησης.
Εκτός από λίγους με έμφυτη ευγένεια πνεύματος και ήθος, όχι φυσικά εξ αίματος, η πλειοψηφία οδηγείται στη χρηστή συμπεριφορά πλέον μόνο από φόβο για το σαρκίο, δεδομένου ότι ο φόβος Θεού εξέλειπε από την επελαύνουσα αθεΐα.
Έτσι, αφού στη δίκη δεν μπορεί να συζητηθεί και απαντηθεί το θεμελιώδες ερώτημα που υποδηλώνεται από την περίπτωση Τσοχατζόπουλου «πρέπει να επιτρέπεται στους πληβείους να αναλαμβάνουν τη διακυβέρνηση μιας κοινωνίας;», φρονώ ότι μια δίκη σε ρωμαϊκή αρένα, ας την απορρίπτει η πολιτική ορθότητα, θα ήταν ο μόνος πρέπων κολασμός.Με πραγματικά λιοντάρια.
Και για ευχαρίστηση του λαού αλλά και για κοινωνικό παραδειγματισμό, όπως στις εκτελέσεις κατά τον Μεσαίωνα. Τότε οι βασικοί κατηγορούμενοι θα εγκατέλειπαν την οίηση με την οποία αντιμετωπίζουν τις διωκτικές αρχές αλλά και ολόκληρη την κοινωνία, που τους κατηγορεί. Οίηση από την ασφάλεια που τους παρέχει η προοπτική, ουσιαστικά, ατιμωρησίας σε σχέση με την βαρύτητα των αδικημάτων που διέπραξαν.
Τότε ο κ. Τσοχατζόπουλος θα έπαυε να παριστάνει δήθεν άφοβα το αρσενικό που προστατεύει το θηλυκό. Και θα συναισθανόταν το συντριπτικό βάρος που φέρει η αιώνια αλήθεια στο στίχο του Μενάνδρου :
Γέρων εραστής, εσχάτη κακή τύχη
Προφήτης
antinews.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου