Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

Οι ΗΠΑ τρέχουν πίσω από το τραίνο της ιστορίας


Πολιτικός ρεαλισμός και όχι συναισθηματισμοί, απαιτείται στην εύφλεκτη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Εως τώρα, ΗΠΑ και Δυτική Ευρώπη δεν έχουν καταφέρει να ανεβούν στο τραίνο των αραβικών επαναστάσεων και να το ελέγξουν. Και είναι αμφίβολο εάν θα το πετύχουν.
Περίπου πριν επτά χρόνια, οπότε η αμερικανική κατοχή απελευθέρωσε το Ιράκ από τον Σαντάμ Χουσεΐν, με αποτέλεσμα να βυθιστεί η χώρα στη βία και την τρομοκρατία, σε ένα διεθνές συνέδριο έτυχε να ακούσω μια ενδιαφέρουσα συζήτηση. Ένας Αμερικανός εκπρόσωπος ενός πολύ συντηρητικού κέντρου αναλύσεων, έλεγε σκεπτικός στην συνομιλία του με έναν Ρώσο συνεργάτη: “Ναι, πρέπει να αναγνωρίσω ότι οι Ρώσοι ειδικοί προέβλεψαν με περισσότερη ακρίβεια από μας τις συνέπειες της εισβολής στο Ιράκ”. Ο Ρώσος ξαφνιάστηκε: “Ειδικοί!; Στη Ρωσία το κάθε παιδάκι θα σας έλεγε πού θα καταλήξει αυτός ο τυχοδιωκτισμός!”.

Σήμερα τα γεγονότα εν μέρει επαναλαμβάνονται. Όταν πριν από περίπου δύο χρόνια ξεκίνησε η “αραβική άνοιξη”, σχεδόν κανείς δεν περίμενε ότι οι Δυτικοί πιστεύουν στα σοβαρά ότι η αραβική πολιτική αναγέννηση θα έχει ανάλογα αποτελέσματα με αυτά που είχαν οι “βελούδινες επαναστάσεις” της Ανατολικής Ευρώπης, το 1989. Η πλειοψηφία των Ρώσων αναλυτών θεωρούσε πως η δημοκρατία στη Μ.Ανατολή, αν υπάρξει πραγματικά, θα αποκτήσει αντι-ισραηλινό και αντιδυτικό τόνο. Πολύ περισσότερο, οι κυρίως ωφελημένοι από την κατάρρευση των αυταρχικών κοσμικών καθεστώτων, θα είναι οι ισλαμιστές διαφόρων επιπέδων ριζοσπαστισμού.

Τώρα συχνά ανακαλούν την εμπειρία του Αφγανιστάν της δεκαετίας του 1980. Τότε, ως γνωστόν, οι ΗΠΑ πόνταραν στους μουτζαχεντίν στον πόλεμό τους κατά της ΕΣΣΔ, και απ’ αυτούς ξεφύτρωσε αργότερα η “Αλ-Κάιντα” που έστρεψε τα όπλα της κατά των πρώην πατρώνων της. Ο παραλληλισμός έχει αφομοιωθεί. Στο Αφγανιστάν το στοίχημα τέθηκε συνειδητά. Ομως, ο στόχος να πληγεί ο κομμουνισμός και η Σοβιετική Ένωση είχε τόσο μεγάλη σημασία, που το κόστος απλά δεν ενδιέφερε κανέναν. Άλλωστε ήταν δύσκολο να προβλέψει κανείς κατά πόσο το Ισλάμ θα ενίσχυε την πολιτική του θέση, τη στιγμή που δεν θα υφίστατο πλέον η ιδεολογική αντιπαράθεση με τους “Κόκκινους”.

Το τέλος των ψευδαισθήσεων

Σήμερα, ουδείς έχει ψευδαισθήσεις. Ο αντιαμερικανισμός στον αραβικό, και εν γένει στο μουσουλμανικό κόσμο, αποτελεί ένα ευρέως διαδεδομένο φαινόμενο. Κυρίως στις μεγάλες λαϊκές μάζες. Πολύ περισσότερο, οι σπόροι της πολιτικής και θρησκευτικής αντίστασης, που σπάρθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000, κατά τη διάρκεια της αντιτρομοκρατικής καμπάνιας του Τζορτζ Μπους, καρποφόρησαν. Ετσι, για κάθε φανατικό ριζοσπαστικό ισλαμιστή υπάρχει ένας παλαβός πάστορας Τέρι Τζόουνς, ο οποίος καίει δημοσίως το Κοράνι, απολαμβάνοντας ωστόσο ασυλία στη χώρα του, τις ΗΠΑ. Ωστόσο, το σημαντικότερο είναι ότι η υποστήριξη των επαναστάσεων στην αραβική Ανατολή δεν είναι μια συνειδητή επιλογή της Αμερικής και της Ευρώπης, αλλά μια προσπάθεια προσαρμογής στην καταιγίδα των γεγονότων. Επίσης, είναι το ιδεολογικό ένστικτο και ο φόβος μην και βρεθούν -Θεός φυλάξοι-  στη “λάθος πλευρά της Ιστορίας”.

Ετσι, όλοι έχουν μπερδευτεί τελείως. Στη Λιβύη και τη Συρία (όπως, ουσιαστικά, στην Αίγυπτο και στην Υεμένη) η Δύση είναι στην πλευρά εκείνων που, αν δεν ήταν συνεργοί των τρομοκρατών, είναι τουλάχιστον συμπαθούντες των τρομοκρατών της 9/11/2001. Δε νιώθουν καμία ευγνωμοσύνη για τη συνδρομή στην ανατροπή της τυραννίας, ενώ συνεχίζουν τον αγώνα με τους συνηθισμένους εχθρούς: Τις ΗΠΑ και το Ισραήλ κατ’ αρχάς. Από τη στιγμή μάλιστα, που στην Αμερική και στην Ευρώπη υπάρχουν αρκετοί δικοί τους εξτρεμιστές, οι οποίοι πιστεύουν πως το να γελάει κανείς με τον Προφήτη Μωάμεθ δεν είναι μια ηλίθια πρόκληση, αλλά ένας τρόπος ενίσχυσης των φιλελεύθερων αξιών, ο κύκλος έχει ολοκληρωθεί.

Εμπλεξαν τα μπούτια τους

Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στο τηλεοπτικό κανάλι Russia Today, ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ασκώντας κριτική στην Δύση για το θέμα της Συρίας, είπε: “Αφού το θέλουν έτσι στη Δύση, ας ανοίξουν αμέσως τις πόρτες του Γκουαντάναμο, και ας στείλουν όσους κρατούνται εκεί στη Συρία για να πολεμήσουν”. Ο σαρκασμός του Προέδρου, έχει τη λογική του. Πόσο μάλλον, αφού είναι αδύνατον να κατανοήσει κανείς ποιος πολεμάει ποιον, και ποιος υποστηρίζει ποιον, τόσο στη Συρία, όσο και γενικότερα στη Μ.Ανατολή.

Ο Πούτιν στο μεταξύ, αντιδρώντας στη δολοφονία του Αμερικανού Πρέσβη στη Βεγγάζη, απέφυγε τη χαιρεκακία και την επιχειρηματολογία του τύπου “σας είχαμε προειδοποιήσει”, ενώ θύμισε, κατά πρώτον, την ανάγκη συνεργασίας στα πλαίσια της καταπολέμησης του εξτρεμισμού, και, κατά δεύτερον, τη σημασία του σεβασμού προς το θρησκευτικό αίσθημα. Για τη Ρωσία αυτό το ζήτημα έχει μεγάλη αξία. Εξάλλου, γνωρίζει πολύ καλά ότι μια πολυεθνική και πολυθρησκευτική χώρα είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε περίπτωση όξυνσης των προβλημάτων σε αυτούς τους τομείς.

Ειδικά μάλιστα, από τη στιγμή που θα κάνει την εμφάνισή του ο εξωτερικός παράγων, όπως η Λιβύη και η Συρία, ο κίνδυνος διατάραξης των ισορροπιών είναι οφθαλμοφανής. Βέβαια, η θέση της Μόσχας σχετικά με την υποστήριξη, για παράδειγμα της επίσημης Δαμασκού, συχνά προκαλεί απορία. “Γιατί να κρατιέται από έναν καταδικασμένο δικτάτορα;”, διερωτώνται κάποιοι, ενώ και πολλοί Ρώσοι μουσουλμάνοι δυσαρεστούνται επειδή η Ρωσία βρίσκεται σε διένεξη μ’ όλον τον αραβικό κόσμο εξαιτίας του Μπασάρ Άσαντ. Αντιθέτως, είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς με ένα θεμελιώδες σημείο. Οι έξωθεν παρεμβάσεις σε εσωτερικές συγκρούσεις δεν φέρνουν θετικά αποτελέσματα σε καμία από τις πλευρές. Κατά κανόνα, επιδεινώνουν την κατάσταση, ενώ καθιστούν ομήρους των εξελίξεων όσους οργανώνουν τις ξένες παρεμβάσεις.

Η Ρωσία έχει ένα “πλεονέκτημα”. Στην περίπτωση ενός δυσμενούς σεναρίου, μπορεί απλά να αποχωρήσει από τη Μ.Ανατολή. Αυτό θα είναι δυσάρεστο και επώδυνο, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε τη μεγάη επιρροή της ΕΣΣΔ στην περιοχή πριν από δύο δεκαετίες. Όμως δεν θα αποτελέσει καταστροφή για τη Μόσχα. Η Ρωσία δεν έχει την αξίωση να αναλάβει τον ρόλο μιας παγκόσμιας υπερδύναμης και επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στον περιφερειακό χώρο της, ο οποίος πάντως, ευτυχώς είναι τεράστιος. Είναι ολόκληρη η Ευρασία. Ωστόσο, ούτε η Αμερική, η οποία επιθυμεί να διατηρήσει τον ηγετικό της ρόλο στον κόσμο, ούτε η Ευρώπη, η οποία σύρεται πίσω από την Ουάσιγκτον, μπορούν να επιτρέψουν στον εαυτό τους να εγκαταλείψουν αυτή την εκρηκτική περιοχή. Ταυτόχρονα όμως, ούτε είναι κατανοητό τι μπορεί να κάνει κανείς εκεί.

Για τη Δύση, ένα κράτος είναι δημοκρατικό μόνον εφόσον ακολουθεί φιλοδυτική πολιτική. Οπως και να’χει, εάν οι μηχανισμοί εναλλαγής της εξουσίας τους οποίους υποστηρίζει η πλειοψηφία των μουσουλμάνων, συμπληρωθούν με άλλες μη φιλοδυτικές και μη φιλελεύθερες αξίες, αυτό θα δημιουργήσει μια ασυνήθιστη κατάσταση. Η θέση της Ρωσίας είναι αρκετά απλή. Εν όψει της αυξανόμενης αβεβαιότητας, η επιλογή της εξωτερικής επέμβασης, με όποιο πρόσχημα ή δικαιολογία γίνει, θα δημιουργήσει σοβαρές επιπλοκές. Ανεξάρτητα από τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα της  Μόσχας στη Μ.Ανατολή, η Ρωσία θέλει να αποφύγει περιττές αναταραχές και ιδιαίτερα πολιτισμικές ή θρησκευτικές συγκρούσεις. Γι’ αυτό είναι έτοιμη να συνεργαστεί με κάθε δύναμη, που έχει ως γνώμωνά της το ρεαλισμό, και δεν βασίζεται σε ιδεολογικά δόγματα -παραδοσιακά ή φιλελεύθερα- αλλά κινείται με βάση το αίσθημα αυτοσυντήρησης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου